- πεντάμοιρον
- τὸ, Αβλ. πεντάμυρον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντάμυρον — και δ. γρφ. πεντάμοιρον, τὸ, ΜΑ είδος μύρου από πέντε αρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μύρον. Η λ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πεντάμοιρον] … Dictionary of Greek